Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Η ψυχή της Αύρας σπάει


Το ποδήλατο του Μάρκου έβγαζε κάτι περίεργους, σκουριασμένους ήχους καθώς εκείνος έκανε πεντάλ στην ανηφόρα. Σι...σκρικ, σι...σκρικ... Θα μπορούσε να είχε φροντίσει να το λαδώσει, γιατί βέβαια δεν ήταν κάτι που του συνέβαινε για πρώτη φορά. Το ποδήλατο έτριζε εδώ και βδομάδες, ιδιαίτερα ύστερα από εκείνη την απρόσμενη νεροποντή που είχε πέσει, και ο Μάρκος το είχε ξεχάσει παρατημένο στις πλάκες της αυλής. Τι, τότε; Γιατί δεν το φρόντιζε; Βαριόταν, μήπως; Όχι, ούτε κι αυτό. Ο λόγος ήταν εντελώς διαφορετικός, κάτι που κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί –ώστε παρά τις φωνές της μητέρας του που δεν άντεχε να το ακούει να στριγκλίζει έτσι και τις κοροϊδίες των φίλων του «πέτα τη, ντε, την παλιοσακαράκα! Υπάρχουν και ποδήλατα με ταχύτητες, άντε πάρε ένα!», ο Μάρκος να επιμένει να το κρατά αλάδωτο. Κι αυτό γιατί, πολύ απλά, κάθε φορά που έκανε πεντάλ, ταίριαζε στίχους πάνω στο σι...σκρικ του. Μάλιστα! Αυτή ήταν η αγαπημένη –και μυστική- ενασχόληση του Μάρκου. Να κολλάει στίχους στον οποιονδήποτε ήχο τύχαινε να ακούσει επειδή, τουλάχιστον στα δικά του αφτιά, όλοι οι ήχοι συνέθεταν μουσική. Για όλο τον υπόλοιπο κόσμο μπορεί το ανακάτεμα αυτό των ήχων να ακουγόταν σα βαβούρα, όχι όμως και για το εξασκημένο αφτί του Μάρκου. Γι’ αυτόν το λόγο μάλιστα, πολλές φορές, αντί να επιστρέψει κατευθείαν στο σπίτι του μετά το σχολείο από τον συνηθισμένο δρόμο, ο Μάρκος προτιμούσε να κάνει μια παράκαμψη από τον γύρο της Αρβανιτιάς, το πλακόστρωτο που αγκάλιαζε τον βράχο της Ακροναυπλίας κι έβλεπε στο πέλαγο. Ιδιαίτερα όταν έβρεχε ή όταν ήταν ανταριασμένη η θάλασσα, τότε ήταν η καλύτερή του! Επειδή, μαζί με το στρίγκλισμα του ποδηλάτου μπαίνανε τα μπάσα των κυμάτων που έσκαγαν στα βράχια κάτω από το πλακόστρωτο και τα πνευστά ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων κι ο άνεμος που σφύριζε στα παχύφυλλα των φραγκοσυκιών, στο μυαλό του ο Μάρκος έστηνε ολόκληρη συμφωνία. Κι όταν πρόσθετε και ήχους, μες το κεφάλι του μπορούσε να στήσει από συμφωνική ορχήστρα μέχρι χιπ χοπ!

Θα πίστευε κανείς πως ο Μάρκος με τέτοιο κουσούρι θα πρέπει να θεωρούνταν από τους συμμαθητές του κομματάκι λοξός. Απεναντίας όλοι –άντε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ποιος στο κάτω κάτω είναι απόλυτα δημοφιλής;- τον θεωρούσαν ιδιοφυΐα, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν κάνας σπασίκλας μαθητής, ούτε κι είχε τίποτα φοβερές επιδόσεις στο άθλημα της μελέτης. Οποιοδήποτε άλλο παιδί στη θέση του Μάρκου θα πρέπει να αισθανόταν ευτυχισμένο, αφού απολάμβανε την εύνοια καθηγητών και φίλων. Ο Μάρκος όμως βαθιά βαθιά μέσα του ένιωθε μια πληγή να τον ξύνει και να τον πονάει. Δεν το ομολογούσε σε κανέναν,ούτε κανένας έδειχνε να έχει καταλάβει τίποτε. Εκτός ίσως από την αδελφή της μητέρας του, που καμιά φορά τον χτυπούσε με την κλείδωση του μεσαίου της δάχτυλου ανάμεσα στα φρύδια λέγοντας με ελαφρό γελάκι, «Άσ’το επιτέλους να πετάξει αυτό που κρύβεται εδώ μέσα».

Κανένας δεν την καταλάβαινε αυτή την θεία. Και του άρεσε αυτό του Μάρκου, γιατί έβρισκε πως μοιάζανε οι δυο τους, αφού ούτε κι εκείνον τον καταλάβαινε κανείς απόλυτα. Κι αυτά της τα λόγια, που κρύβανε μέσα τους κάτι τι σαν συνωμοτικό σύνθημα που το μοιράζονταν μόνο οι δύο τους, ήταν μια παρότρυνση που απευθυνόταν σε κάποια ιδιαίτερη ικανότητα του Μάρκου, την οποία ούτε κι ο ίδιος είχε ανακαλύψει ακόμη. Όμως, κάθε φορά που τον χτυπούσε μαλακά με τα δάχτυλά της εκεί, στο μεσόφρυδο, σα να αφυπνιζόταν κάτι` φουρφούριζε μέσα του, σαν πεταλούδα, ή ακόμα ακόμα, σα θηρίο στριμωγμένο που αποζητούσε την απελευθέρωσή του. Η θεία γελούσε. «Γιατί δεν κάνεις αυτό που ξέρεις πάντα τόσο καλά να κάνεις;» Τον ρωτούσε. «Ν’ ακούς».

Αυτή πράγματι ήταν μια πολύ σημαντική ικανότητα του Μάρκου. Ήξερε στα σίγουρα να ακούει. Ίσως γι’ αυτό μπορούσε να συνταιριάζει στίχους σε ό,τι όλοι οι άλλοι θεωρούσαν απλώς «θόρυβο».

Ο υπέρηχος αναστάτωσε τα πουλιά που πέταξαν τρομαγμένα από τα κλαδιά των δέντρων και τιτιβίζοντας υψώθηκαν άτακτα στο μουντό φθινοπωρινό ουρανό. Αναστάτωσε επίσης και τα σκυλιά όλης της πόλης, που σηκώνοντας το λαιμό ψηλά, βάλθηκαν να αλυχτούν λυπητερά, κάνοντας με τη σειρά τους τους κατοίκους να απορήσουν για το τι άραγε να έπαθαν τα τετράποδα. Οι άνθρωποι δεν αντιλήφθηκαν τίποτε άλλο, εκτός ίσως από μια χαλασμένη διάθεση που τους προξενήθηκε, μια κακοδιαθεσία και μια μελαγχολία, που τις απέδωσαν κατά τη συνήθειά τους και την ανθρώπινη λογική τους στο νοτιά που φυσούσε και στην υγρή μούχλα της πόλης τους...

Όμως στα αφτιά του Μάρκου έφτασε ένας περίεργος ήχος, σα βάζο που έπεσε κι έσπασε –δεν έδωσε σημασία. Εξάλλου, όλοι οι άλλοι ήχοι που συνέλεγε κατά τη διαδρομή προς το σπίτι, ήταν πολύ πιο ενδιαφέροντες. Παρ’ όλ’ αυτά, κι εκείνος ένιωσε μια αόριστη βαρυθυμία, που του έφερε αθέλητα στο νου την ενθύμηση μερικών πολύ δυσάρεστων καταστάσεων που του είχαν συμβεί στο παρελθόν. Όπως ήταν, για παράδειγμα, η αποχώρηση του πατέρα του από το σπίτι. Θυμήθηκε επίσης και κάτι άλλο που τον στενοχωρούσε τελευταία... τα γενέθλιά του, που ήταν σε μερικές μέρες. Για έναν περίεργο λόγο, ο Μάρκος δεν επιθυμούσε διόλου να γιορτάσει τον ερχομό των δεκατριών του χρόνων. Δεν ανυπομονούσε να μαζευτούν οι φίλοι του στο σπίτι, ούτε τον έκαιγε τι δώρα θα του έφερναν, ούτε ήθελε να σκέφτεται πόσα στρώματα σοκολάτας θα είχε η τούρτα του. Το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν εκείνα τα αναθεματισμένα δεκατρία κεράκια πάνω της! Είχε ακούσει πως το να μπει στην εφηβεία σήμαινε τη λήξη των παιδικών του χρόνων, που για εκείνον σήμαιναν ξεγνοιασιά και παιχνίδι και σκάρωμα στίχων και περιπέτεια στην ανακάλυψη της μουσικής. Δεν βιαζόταν καθόλου επομένως να φορτωθεί τις έγνοιες των μεγάλων, όπως για παράδειγμα, στενοχώριες για δουλειές, έρωτες κι ευθύνες...

΄Εστριψε στη γωνία και καβάλησε το πεζοδρόμιο με μια επιδέξια ορθοπεταλιά. Μέχρι να φτάσει, έτοιμη κι η καινούρια του σύνθεση μες το κεφάλι του. Η μάνα του από το μπαλκόνι που πότιζε βιαστική τα γεράνια προτού να φύγει για τη δουλειά της στο Ωδείο –ήταν δασκάλα πιάνου- φώναξε κάτι` σίγουρα για το πόσο άργησε ή για το ότι το φαγητό κρύωνε ώρα τώρα στο τραπέζι περιμένοντάς τον –οι συνηθισμένες γκρίνιες, δηλαδή.

«Ναι, ναι, ναι», μουρμούρισε ο Μάρκος και παράτησε το ποδήλατο χύμα κάτω.

Εκείνη τη στιγμή φυσούσε απαλά. «Ναι, ναι, ναι» –του φάνηκε να συμφώνησε το αγεράκι καθώς γλιστρούσε μέσα στα αφτιά του. Γύρισε ξαφνιασμένος να δει ποιος μίλησε –κανένας. Μόνο τα παιδιά της γειτονιάς, ό,τι ξεχύνονταν με τη μπάλα.

«Θα ‘ρθεις άμυνα;» Του φώναξε ο Νικόλας. «Χρειαζόμαστε το αριστερό σου».

Ο Μάρκος έγνεψε. «Πιο μετά», είπε. «Να φάω πρώτα. Την άκουσες τη μάνα μου».

Μπήκε μέσα στην αυλή. Το εργαστήρι της θείας που βρισκόταν στο βάθος ήταν άδειο.

Σαν σίφουνας ανέβηκε τα λιγοστά σκαλιά της εισόδου. Πέταξε την τσάντα με τα βιβλία στον καναπέ κι έκανε να πάει στο δωμάτιό του. Το σχέδιο ήταν να βάλει στη διαπασών τη μουσική ενόσω θα σημείωνε τους στίχους που είχε μόλις σκαρώσει στο ειδικό τετράδιο με τα καφετιά φύλλα από ανακυκλωμένο χαρτί και με το μπαστουνάκι της κανέλλας κολλημένο στο εξώφυλλο. Δώρο της θείας. Ειδικό τετράδιο για ειδικές περιπτώσεις, με ειδική αφιέρωση: «Το φτωχούλι καταφύγιο των εμπνεύσεών σου». Πολύ γυναικεία αφιέρωση, σκεφτόταν ο Μάρκος, προπαντός εκείνο το «φτωχούλι». Γι’ αυτό και δεν το έδειχνε σε κανέναν, για την ενδεχόμενη καζούρα` μερικά πράγματα είναι καλό να τα κρατά κανείς για τον εαυτό του. Κι επειδή επίσης δεν ήθελε να ξέρει κανένας ότι υπήρχαν εμπνεύσεις καταγραμμένες σ’ αυτό το καταφύγιο.

Κι έπεσε πάνω στη θεία.

Έβγαινε από την κουζίνα, κουβαλώντας ένα τελάρο με ψημένα κεραμικά. Μόνιμος καβγάς με το μάνα του, το ψήσιμό τους στην οικιακή ηλεκτρική συσκευή... Παραλίγο να πέσει πάνω της και να της τα κάνει χίλια κομμάτια` μόλις λίγα εκατοστά από το προτεταμένο τελάρο πρόφτασε και σταμάτησε.

«Οοοπ!» Φώναξε ο Μάρκος γελώντας.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που τους συνέβαινε κάτι τέτοιο. Στο παρελθόν μάλιστα της τα είχε σπάσει κάπου τέσσερις με πέντε φορές –όσες επιλεκτικά τουλάχιστον θυμόταν ο ίδιος, γιατί η θεία επέμενε πως ήταν πολύ περισσότερες. Συνήθως η θεία Αύρα φώναζε στην αρχή, λες κι ερχόταν η συντέλεια του κόσμου, κι ύστερα έσκαζε στα γέλια καθώς τη βοηθούσε να μαζέψει τα σπασμένα, «για να σπάσουν, πάει να πει πως θέλανε σπάσιμο», έλεγε κι εννοούσε ότι δεν ήταν καλά φτιαγμένα από την αρχή, σαν κάτι να τους έλειπε: κακό πλάσιμο, κακό ψήσιμο ή κακή διάθεση της θείας όταν τα έφτιαχνε. «Θέλει ψυχή καθετί που κάνεις».. Η μόνιμη επωδός της.

Σήμερα όμως η θεία δεν φώναξε. Ούτε γέλασε. Ούτε θύμωσε. Ούτε καν είπε τίποτε. Μόνο κοίταξε τον Μάρκο με ένα βλέμμα που έμοιαζε σάμπως να είχε κοκαλώσει, με ένα βλέμμα σκοτεινό, αδειανό. Παραμέρισε τον ανιψιό της και απομακρύνθηκε.

«Εεε», φώναξε εκείνος. «Δεν θα πεις τίποτε; Ούτε καν θα με βρίσεις;..»

Μα και πάλι η θεία δεν άνοιξε το στόμα της` σα να μην τον είχε ακούσει.

Ο Μάρκος σκέφτηκε –όχι χωρίς ένα μικρό πονηρό χαμόγελο- ότι η θεία του ήταν ερωτευμένη για άλλη μια φορά, με εκείνους τους μάταιους έρωτές της, γι’ αυτό κι αφηρημένη. Είπε λοιπόν να την πειράξει και γύρισε με σκοπό να την ακολουθήσει έξω. Εκείνη όμως είχε σκύψει το κεφάλι της κάτω και σχεδόν έτρεχε προς το υπόστεγο όπου βρισκόταν το εργαστήριο της. ‘Άλλο και τούτο’, σκέφτηκε το αγόρι κοιτάζοντάς την. Όμως ξάφνου αντιλήφθηκε ότι συνέβαινε κάτι πολύ πιο περίεργο. Καθώς η Αύρα απομακρυνόταν, ο Μάρκος θα έκοβε το κεφάλι του πως άκουσε κάτι σαν τον ήχο σπασμένων γυαλιών να μετακινούνται μέσα της!

«Θεία;..» Ρώτησε το αγόρι απορημένο κι έτρεξε να την προφτάσει. Βγήκε στην αυλή και την ακολούθησε κάτω από το μικρό υπόστεγο όπου εκείνη είχε τις μπογιές για να βάφει τα κεραμικά της.

Ενώ η Αύρα ακουμπούσε το τελάρο προσεκτικά πάνω στον ήδη φορτωμένο πάγκο, ο Μάρκος και πάλι, με αυτή της την κίνηση, άκουσε σπασμένα γυαλιά να χοροπηδάνε μέσα στο στέρνο της.

«Θεία;» Ξαναρώτησε.

Εκείνη στράφηκε και τον κοίταξε κι ο Μάρκος ένιωσε να του κόβονται τα γόνατα. Τα μάτια της μοιάζανε σαν κάποιος να είχε σβήσει τον εσωτερικό τους διακόπτη` ήταν άδεια από φως.

«Α, εδώ είσαι;» Είπε σάμπως και τον έβλεπε μόλις εκείνη τη στιγμή.

«Μα καλά, σου συμβαίνει κάτι;» Ρώτησε ο Μάρκος.

Η Αύρα γέλασε και του Μάρκου του ήρθε να κλείσει τα αυτιά του με τις παλάμες του.Τόσο οξύ ήταν το γέλιο της, λες κι έφτυνε τα γυαλιά από μέσα της.

«Σαν τι να μου συμβαίνει; Απλώς έχω πολλή δουλειά. Τώρα ήρθες;» Απάντησε και του γύρισε την πλάτη.

Η θεία Αύρα ήταν περίεργος άνθρωπος` έτσι έλεγαν οι περισσότεροι, αυτοί που δεν την ήξεραν σχεδόν τόσο καλά όσο ο Μάρκος. Σχεδόν, γιατί τη γνώριζε δώδεκα χρόνια. Όσων χρόνων ήταν ο ίδιος. Είχαν μάλιστα γενέθλια την ίδια ακριβώς ημερομηνία, «παρακάλαγα γι’ αυτό», του είχε πει κάποτε, «γιατί σ’ αγαπούσα από την κοιλιά της μητέρας σου!» Κι αυτή η γνωριμία ήταν σκάρτα δώδεκα χρόνια, τα συνειδητά ήταν μόλις δέκα, από τότε που ο Μάρκος άρχισε να αντιλαμβάνεται την παρουσία του στον κόσμο –έναν κόσμο με τη θεία Αύρα μέσα του. Λίγος χρόνος, αν σκεφτεί κανείς πως η Αύρα υπήρχε σ’ αυτόν τον κόσμο περίπου δεκατέσσερα χρόνια προτού γεννηθεί ο Μάρκος. Μια ολόκληρη ζωή...

Υπήρχαν όμως κάποιοι, που παρά το γεγονός ότι και οι ίδιοι είχαν υπάρξει πολύ περισσότερα χρόνια προτού γεννηθεί η Αύρα, εντούτοις όχι μόνο δεν την καταλάβαιναν, αλλά ούτε και επρόκειτο ποτέ. Λόγου χάρη, σαν τον παππού του και τη μητέρα του, την αδερφή της. Γι’ αυτούς η θεία Αύρα ήταν όνομα και πράγμα: στα μυαλά της φυσούσε περίεργος άνεμος.

Ο Μάρκος όμως, παρά τα δώδεκά του χρόνια και παρά τα επικείμενα γενέθλιά του που θα τον μεγάλωναν κατά έναν ακόμη χρόνο και που δεν είχε την παραμικρή διάθεση να τα γιορτάσει, είχε καταφέρει να αποκωδικοποιήσει ορισμένες κινήσεις-κλειδιά της θείας. Όπως όταν, για παράδειγμα, γύριζε την πλάτη της. Αυτό σήμαινε «τέλος της συζήτησης, αφήστε με στην ησυχία μου». Ή σε άλλες, πιο κακές στιγμές, «μη με βλέπετε που γύρισα την πλάτη μου, έχω πολύ μεγάλη ανάγκη για συμπαράσταση, πάρτε με μια αγκαλιά!» Κάτι τέτοιο, σαν κι αυτό το τελευταίο, θα πρέπει να της συνέβαινε και τώρα.

Της άγγιξε τον ώμο` ήξερε ότι της άρεσε να της τρίβεται σαν γατί, γι’ αυτό και έτριψε μαλακά το μάγουλό του στο μπράτσο της.

«Τι συμβαίνει και δεν μου μιλάς;» τη ρώτησε.

Τα μάτια της Αύρας είχαν πάρει ένα σκούρο πράσινο χρώμα, σα να έβλεπε μέσα της σκοτεινούς δρυμούς.

Του χάιδεψε αφηρημένα το κεφάλι.

«Μερικά πράγματα δεν τα καταλαβαίνουν τα μικρά παιδιά», μονολόγησε.

Τα λόγια της σκάσανε στο στέρνο του σαν πετριές. Ήταν η πρώτη φορά που η θεία Αύρα τον πλήγωνε τόσο πολύ. Εντάξει, δεν ήθελε να γίνει δεκατριών, αλλά, να πάρει η ευχή, δεν ήτανε δα και έξι χρόνων!.. Γιατί του μίλησε έτσι; Πάντα της πρόσεχε τι του έλεγε και πώς επρόκειτο να του το πει. Πάντα του συμπεριφερόταν σα να ήταν συνομήλικοι –ή εκείνη δώδεκα, ή εκείνος είκοσι έξι και κάτι. Ποτέ δεν τον έβγαζε απέξω με τόσο προσβλητική κουβέντα, όπως είχε μόλις κάνει. Αποτραβήχτηκε μακριά της και την κοίταξε με μάτι κακιασμένο. Κι ενώ ήταν έτοιμος να ανοίξει το στόμα του και να την ανταμείψει με παρόμοιο τρόπο χολωμένος, συνειδητοποίησε κάτι: για να του μιλήσει έτσι, πήγαινε να πει ότι αυτό που της συνέβαινε ήταν τόσο σοβαρό, που ούτε κι η ίδια το είχε καταλάβει πόσο πολύ τον είχε πληγώσει. Αλλιώς δεν θα το είχε κάνει. Έτσι, αμέσως συγκρατήθηκε.

Εκείνη στο μεταξύ έσφιγγε τη μικρή της γροθιά πάνω στο στήθος χτυπώντας το ελαφρά, λες και κάτι την πονούσε εκεί μέσα. Ντρανγκ..., τζινγκ..., κουδούνιζαν τα σπασμένα γυαλιά σε κάθε της χτύπο κι ήταν τόσος οξύς ο ήχος, που ο Μάρκος φρικίαζε και τα αυτιά του τον πονούσαν.

«Πες μου, κι ας μην καταλάβω», είπε πεισμωμένος. «Ερωτευμένη είσαι πάλι;»

Η Αύρα μίλησε, αλλά ήταν σα να μιλούσε στον εαυτό της πιο πολύ, παρά σε εκείνον:

«Έχει σπάσει η ψυχή μου», είπε. Κι ανέμισε το λεπτό της χέρι στον αέρα σαν σπουργίτι.

Πολύ περίεργα λόγια, στ’ αλήθεια, αλλά το πρώτο πράγμα που συλλογίστηκε ο Μάρκος, ήταν,

‘Α, ώστε γι’ αυτό ακούω αυτόν τον ήχο...’

Κι ύστερα, με βαθιά απορία:

‘Μα τι, είναι γυάλινες οι ψυχές, δηλαδή;..’

Στο μεταξύ, η θεία Αύρα τοποθετούσε τα ψημένα της βάζα πάνω στις ξύλινες τάβλες του μικρού της εργαστηρίου. Ο Μάρκος σα να ξύπνησε ξαφνικά από λήθαργο:

«Μα τι είναι αυτά που λες, πώς γίνεται να σπάνε οι ψυχές;»

«Είμαι πολύ κουρασμένη για να κάθομαι να σου εξηγώ...»

Και θα πρέπει να ήταν πράγματι, αφού η πλάτη της είχε κυρτώσει λες και έπεφτε πάνω της ένα αόρατο βαρύ φορτίο και της έβγαινει με τόσο κόπο η φωνή.

Ο Μάρκος κατάλαβε ότι δεν ήταν φρόνιμο να επιμείνει. Οι μεγάλοι, όταν έχουν προβλήματα, κάθονται και τα κουβεντιάζουν ξανά και ξανά με τον εαυτό τους και δεν τα μοιράζονται με μικρότερους. Θεωρούν πως αυτή η μυστική συζήτηση μέσα τους σηκώνει λίγο από το βάρος του προβλήματος... Ο Μάρκος όμως, παρά τα δώδεκά του χρόνια, γνώριζε ήδη ότι όχι μόνο δεν κατάφερναν τίποτα έτσι, αλλά μάλλον οδηγούνταν σε αδιέξοδο. Όμως ήταν πολύ νωρίς για να το επισημάνει αυτό στη θεία του. Έτσι αποφάσισε να την αφήσει να επεξεργαστεί για λίγο μόνη το πρόβλημά της, όποιο κι αν ήταν (και φαινόταν να είναι σοβαρό, αφού μπορούσε να ακούει τα θρύψαλα της ψυχής της να κουδουνίζουν μέσα της), κι ύστερα, ας ερχόταν εκείνη να του μιλήσει. ‘Άλλωστε δεν μπορεί να σπάνε οι ψυχές’, συλλογίστηκε το αγόρι. ‘Πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα! Θα ‘ναι άλλη μια από αυτές τις περίεργες φάσεις της θείας...’

Γι’ αυτό και περιορίστηκε να της τρίψει λίγο το χέρι, σαν χάδι, σαν συμπαράσταση, κι απομακρύνθηκε. Δεν είχε προλάβει να φτάσει στην είσοδο του σπιτιού, όταν ξανάκουσε τον ήχο των σπασμένων γυαλιών και μάλιστα αυτή τη φορά, σα να χοροπηδούσαν ρυθμικά. Στράφηκε απότομα και είδε την κυρτωμένη πλάτη της θείας να αναταράζεται. Κατάλαβε πως εκείνη έκλαιγε.

«Θεία;» Ρώτησε τότε ο Μάρκος πεισμένος πλέον πως του είχε πει την αλήθεια και γι’ αυτό εξαιρετικά ανήσυχος, «πώς μπορώ να σε βοηθήσω;»

Η Αύρα δεν φάνηκε να τον έχει ακούσει, γι’ αυτό και το αγόρι συμπλήρωσε:

«Όταν σπάνε οι ψυχές, μπορούν να ξανακολλήσουν;»

Εκείνη την ώρα φύσηξε δυνατά` ο αιολικός αυλός που είχαν κρεμάσει στην αυλή –κεραμικό δημιούργημα της θείας Αύρας- έπαιξε τα κρόταλά του. Του Μάρκου τού φάνηκε πως απαντούσε: Δύσκολο, μα όχι και ακατόρθωτο. Αναπήδησε από την έκπληξη.

«Θεία...»

Αλλά ήταν σίγουρος πως δεν του είχε απαντήσει εκείνη.

Η Αύρα στο μεταξύ είχε απομακρυνθεί βιαστικά από το εργαστήριό της κι αυτό ενίσχυε το ότι αποκλειόταν να είχε πει οτιδήποτε.

Το αγόρι έμεινε για λίγο καρφωμένο στη θέση του, προσπαθώντας να χωνέψει τι είχε συμβεί. Ύστερα μπήκε μέσα στο σπίτι, μάζεψε την τσάντα του από τον καναπέ και ανέβηκε τρέχοντας για το δωμάτιο της μητέρας του.

Η Ραλλού καθόταν στο μικρό της γραφείο και τακτοποιούσε μερικά χαρτιά. Φαινόταν εξαιρετικά αφοσιωμένη σε αυτό που έκανε, και δεν πήρε καθόλου είδηση το γιο της.

‘Πάλι λογαριασμοί’, στέναξε μέσα του ο Μάρκος.

Την ήξερε τη φάση: θα πρόσθετε τα ποσά, θα έκανε τους υπολογισμούς της για τον επόμενο μήνα, θα έβρισκε υπερβολικά τα έξοδα και λιγοστά τα έσοδά της από το Ωδείο και στη συνέχεια θα έπαιρνε τηλέφωνο το δικηγόρο του πατέρα του για να γκρινιάξει που ούτε κι αυτόν το μήνα τής έστειλε εγκαίρως τη διατροφή...

«Μ’μά...»

«Μα-μά. Μα-μά!» Αποκρίθηκε εκείνη χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από τα χαρτιά και το κομπιουτεράκι της. «Πόσες φορές θα σου πω να μην τρως τις συλλαβές; Και μια που το συζητάμε, έφαγες; Θα φύγω σε λίγο και πάλι ατάιστος θα μείνεις!»

«Αργότερα. Δεν πεινάω ακόμη».

«Πόσες φορές θα σου πω να μην τρως αηδίες στο σχολείο; Αυτά σου κόβουν την όρεξη και δεν τρως τίποτα της προκοπής στο σπίτι σου!»

Ο Μάρκος άκουσε για τρισεκατομμυριοστή φορά τα ίδια σχόλια, γι’ αυτό και δεν έδωσε καμία απολύτως σημασία, παρά την πλησίασε και πέρασε το χέρι του στους ώμους της.

«Μ’μά, συμβαίνει κάτι στη θεία Αύρα;»

«Ό,τι της συμβαίνει συνήθως», απάντησε εκείνη αδιάφορα. «Κρεμάει τα μούτρα της για να μας κάνει να τη λυπηθούμε και να ασχολούμαστε μαζί της».

Το αγόρι ήξερε ότι αυτή ήταν η πάγια άποψη της μητέρας του για την αδερφή της: Εκείνη δεν είχε παντρευτεί ποτέ της, ούτε την είχε παρατήσει ο άντρας της, ούτε κι είχε ένα παιδί και τόσες ευθύνες στο κεφάλι της, και όμως, μονίμως γκρίνιαζε. Σιγά τα προβλήματα που μπορεί να είχε η Αύρα!

«Αυτήν τη φορά τα πράγματα είναι σοβαρά», είπε ο Μάρκος. «Έκλαιγε κάτω στην αυλή, και, μ’μά, όταν τη ρώτησα γιατί, είπε πως έσπασε η ψυχή της...»

«Οι συνηθισμένοι μελοδραματισμοί της Αύρας».

«Ίσως, αλλά εγώ την άκουσα τη σπασμένη της ψυχή».

Η Ραλλού σταμάτησε τη δουλειά της, σημείωσε στο μπλοκάκι της το τελευταίο νούμερο για να μην το ξεχάσει και στράφηκε στο παιδί της. Κοίταξε τα σκούρα καστανά του μάτια εξεταστικά και χάιδεψε το κεφάλι του.

«Αχ, Μάρκο, Μάρκο», είπε με μια νότα ευθυμίας ανάμικτης με περίσκεψη στη φωνή, «τι θα κάνω εγώ με σένα, ονειροπιασμένε μου ποιητή; Ήθελα να ‘ξερα τίνος έμοιασες. Πιο πολύ για παιδί της Αύρας μοιάζεις, παρά για δικό μου!»

«Οχ, μ’μά, μην αρχίζεις τώρα μια από τα ίδια... Ειλικρινά σου λέω, την άκουσα την ψυχή της!»

«Σε πιστεύω. Εσύ ακούς τα πάντα. Μην ανησυχείς, θα της περάσει. Δεν είναι τίποτε άλλο από μια φάση που περνάει. Νομίζω πως της ακύρωσαν μια μεγάλη παραγγελία σήμερα το πρωί... Αυτό είναι. Συμβαίνουν αυτά. Μην ανησυχείς, έτσι; Ξέρεις δα πόσο της αρέσει να μεγαλοποιεί τα πάντα, έτσι δεν είναι; Θα την υποστηρίξουμε και σ’ αυτό, να είσαι σίγουρος. Μπορεί να γκρινιάζω λίγο, αλλά έτσι δεν κάνουμε πάντα με τη θεία σου;»

Ο Μάρκος μερικές φορές απορούσε με την αταραξία της μητέρας του.

«Καμιά φορά, μου φαίνεται πως καθόλου δεν νοιάζεσαι για τη θεία», παρατήρησε.

Εκείνη γέλασε ελαφρά.

«Αδερφή μου είναι, χαζούλη! Φυσικά και με νοιάζει. Μόνο που εγώ την ξέρω πολύ πιο καλά από σένα κι έτσι ξέρω πότε της συμβαίνει κάτι σοβαρό και πότε όχι. Αλλά άμα σε απασχολεί τόσο πολύ, θα πάω να της μιλήσω προτού να φύγω για το Ωδείο. Άντε τώρα, πήγαινε να φας...»

Του έριξε ένα μαλακό χτύπημα στα πισινά για να τον διώξει από το δωμάτιο και ξαναγύρισε στους λογαριασμούς της.

Ο Μάρκος κατευθύνθηκε για το δωμάτιό του.

Με το που άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, ένιωσε αμέσως το καλωσόρισμα που του έκανε ο δικός του χώρος. Με τις τόσες και τόσες ώρες που είχε περάσει εκεί μέσα, είχαν γνωριστεί καλά, εκείνος και όλα τα αντικείμενα του δωματίου. Φορές φορές μάλιστα, είχε την εντύπωση ότι τα παιδικά του αυτοκινητάκια (που τα είχε παραταγμένα πάνω από την παλιά καρυδένια ντουλάπα) αναβόσβηναν τα φώτα τους για να τον χαιρετίσουν, ενώ οι κουρτίνες αναδεύονταν από κάποιο ανύπαρκτο φύσημα του αγέρα –τα παράθυρα συνήθως ήταν κλειστά όταν ο Μάρκος επέστρεφε από το σχολείο. Είχε την αίσθηση ότι έμπαινε σε ένα χώρο που τον αγκάλιαζε με τα αόρατα μπράτσα του, σα μια σχεδόν ξεθωριασμένη ενθύμηση των μπράτσων του πατέρα του που είχε εγκαταλείψει τη μητέρα του όταν το αγόρι ήταν πέντε χρόνων, κι από τότε δεν τον ξανάδε ποτέ. Λες κι ο πατέρας του προσποιούνταν πως τον αγαπούσε όσο καιρό ζούσε μαζί τους... Αυτό ήταν ένα μεγάλο παράπονο που είχε ο Μάρκος από εκείνον και παρά το ότι η μητέρα του συχνά πυκνά εκτόξευε πικρόχολα λόγια εναντίον του, το αγόρι ποτέ δεν της το είχε εξομολογηθεί. Τόσα χρόνια που είχε φύγει, σχεδόν τίποτε δεν θυμόταν από τον πατέρα του. Του είχε μείνει μόνο η θύμηση της αγκαλιάς του, που κι εκείνη τον πρόδιδε καμιά φορά: Είχε συμβεί άραγε ποτέ στ’ αλήθεια ή μήπως ήαν ένα κατασκεύασμα της μνήμης του, φτιαγμένο από βαθιά ανάγκη; Γι’ αυτό και δεν είχε εκμυστηρευτεί σε κανέναν την αίσθηση αυτής της περίεργης αγκαλιάς του δωματίου του, ούτε καν στη θεία του. Όχι γιατί δεν θα τον καταλάβαινε` απνεναντίας. Ωστόσο, ήταν αυστηρά προσωπική υπόθεση και μερικά πράγματα δεν τα λες σε κανέναν –έτσι δεν του είχε πει κι η ίδια πριν από λίγο; σκέφτηκε με μια δόση εκδικητικότητας.

Μπήκε λοιπόν στο δωμάτιό του, αλλά αντί να το χαιρετήσει όπως έκανε πάντα, έτρεξε στο τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό της Λουίζας. Η Λουίζα ήταν η πιο καλή του φίλη. Ήταν ένα χρόνο μικρότερή του και είχαν γνωριστεί στον παιδικό σταθμό. Είχαν ρίξει ο ένας στον άλλον σφαλιάρες και είχαν πασαλειφτεί με κρέμες, είχαν παίξει μαζί τα πρώτα τους παιχνίδια, είχαν πάει στο ίδιο δημοτικό σχολείο και παρ’ όλο που ο Μάρκος πήγαινε πια στην Πρώτη Γυμνασίου, εξακολουθούσαν να είναι αχώριστοι. Ο Μάρκος δεν γνώριζε κανένα άλλο παιδί πιο αποφασισμένο για όλα, όπως η μικρή του φίλη.

Συνήθως της κατέβαιναν κάτι τρελές ιδέες, αλλά φαίνεται πως σε όλα τα κορίτσια τρελές ιδέες κατεβαίνουν... Τουλάχιστον έτσι εξηγούσαν μεταξύ τους την κοριτσίστικη συμπεριφορά τα αγόρια.

«Λουίζα;» Είπε μόλις εκείνη ήρθε στο τηλέφωνο. «Θα ψάξεις να βρεις κάτι σ’ εκείνη την παμπάλαια εγκυκλοπαίδεια που έχει ο πατέρας σου στη βιβλιοθήκη σας;»

Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος. Αυτός και η οικογένειά του καυχιούνταν ότι είχαν στην κατοχή τους μια εγκυκλοπαίδεια τριάντα τόμων, γραμμένη πολύ προτού γεννηθεί ο παππούς της Λουίζας, αλλά το κορίτσι επέμενε ότι η εγκυκλοπαίδεια ανήκε στην προγιαγιά της τη Ροδούσα, από τη μεριά της μητέρας της. Την είχε δείξει μια φορά στον Μάρκο. Στην πρώτη σελίδα κάθε τόμου έγραφε: «[ Ανατυπωθε~ισα [εν {ετει 1921». Την είχαν ξεφυλλίσει κιόλας, αλλά τα ελληνικά ήταν πολύ περίεργα και ακαταλαβίστικα.

«Καθαρεύουσα», είχε πει ο μπαμπάς της γελώντας.

«Είναι μαγική αυτή η εγκυκλοπαίδεια και ανήκει στις γυναίκες της οικογένειας», είχε διαβεβαιώσει η Λουίζα τον Μάρκο με ένα απόλυτα σοβαρό και επίσημο ύφος. «Η καθαρεύουσα είναι η γλώσσα των μάγων. Αλλά για να πιάσουν τα μάγια, πρέπει να ξέρεις τι ακριβώς ζητάς από την εγκυκλοπαίδεια». Όλα αυτά τα γνώριζε από τη γιαγιά της, μια πολύ μυστήρια γυναίκα, αφού έβγαινε –καταπώς είχε εκμυστηρευτεί η Λουίζα στον μικρό της φίλο- κάθε πανσέληνο και πήγαινε στο ενετικό κάστρο του Παλαμηδιού που δέσποζε στον πέτρινο όγκο πάνω από την πόλη τους. Και μέχρις εδώ τίποτε δεν ήταν περίεργο, εφόσον πολλοί έκαναν το ίδιο τις πανσελήνους. Μόνο που η γιαγιά δεν πήγαινε για ρομαντζάδα` κουβαλούσε μαζί της ένα μικρό γαλάζιο φυαλίδιο κι έβρεχε με το περιεχόμενό του τη νότια πύλη του κάστρου. «Γιατί;» Ρωτούσε ο Μάρκος. Ούτε κι η ίδια η Λουίζα γνώριζε. Η γιαγιά τής έλεγε ότι δεν είχε φτάσει ακόμη στο σωστό όριο ηλικίας για να της τα πει όλα και πως υπήρχαν πράγματα που δεν ήταν επιτρεπτό να τα κάνει μόνο του ένα μικρό κορίτσι, γιατί ήταν επικίνδυνα.

Έτσι, όταν ο Μάρκος τη ρώτησε για την εγκυκλοπαίδεια, εκείνη είπε:

«Μόνη μου; Κι αν πάθω κάτι;»

«Δεν πρόκειται να πάθεις τίποτε. Δεν είναι και κάτι το ιδιαίτερο που θέλω να μάθω από την εγκυκλοπαίδειά σου. Μια πληροφορία θέλω μονάχα».

Παύση. Η Λουίζα φαίνεται σκεφτόταν.

«Κι αν, λέω αν, η πληροφορία που θέλεις ανοίξει το δρόμο για κάνα ξόρκι; Ή, ακόμα χειρότερα, για κάνα δαιμόνιο! Δεν έρχεσαι καλύτερα από εδώ το απόγευμα να κοιτάξουμε μαζί;»

«Δεν κόβεις τις σαχλαμάρες, ρε Λουίζα;» Θύμωσε ο Μάρκος. «Μια απλή καθαρεύουσα είναι, δεν υπάρχουν μαγικές εγκυκλοπαίδειες. Πόσες φορές θα σου το πω;»

Με αυτό το «πόσες φορές θα σου το πω» που ξεστόμισε, μπήκε κατευθείαν στη θέση της μητέρας του κι αισθάνθηκε άσχημα που φερόταν έτσι στη φίλη του.

«Υπάρχουν, όταν το πιστεύεις. Έτσι λέει η γιαγιά μου», αποκρίθηκε εκείνη με πληγωμένη αξιοπρέπεια. «Τέλος πάντων, θα μου πεις τι θέλεις να μάθεις; Μπορεί να το ξέρω και χωρίς να χρειαστεί να ανοίξουμε την εγκυκλοπαίδεια».

«Θέλω να ψάξεις στη λέξη ψυχή», είπε ο Μάρκος. «Θέλω να μάθω αν οι ψυχές σπάζουν».

«Μα τι ανόητη ερώτηση!» Γέλασε το κορίτσι από την άλλη άκρη του τηλεφώνου. «Και πρέπει να ανοίξω την εγκυκλοπαίδεια για να σου απαντήσω σ’ αυτό; Μα και βέβαια σπάζουν οι ψυχές! Δεν έχεις ακούσει που λένε, ‘μου ράγισε την ψυχή’ και τέτοια;»

«Ναι, αλλά αυτό είναι μια μεταφορά. Εγώ θέλω να μάθω αν οι ψυχές σπάζουν στ’ αλήθεια, σου λέω!»

«Υποθέτω πως σπάζουν, τότε».

«Γιατί όμως; Πώς σπάζουν;»

«Υποθέτω, από τρομάρα. Δε λέμε, ‘με κοψοχόλιασες’;»

«Αυτό μιλάει για τη χολή μας, ρε χαζό!»

«Ε, τέλος πάντων, σπάζουν οι ψυχές από... από... από πολλούς και διάφορους λόγους!»

«Είδες που δεν ξέρεις;»

«Ξέρω!»

«Πολύ καλά, ξερόλα μου, θα μου πεις τότε κι αν μια σπασμένη ψυχή μπορεί να ξανακολλήσει;»

«Όχου, με έπρηξες! Έλα το απόγευμα να κοιτάξουμε στην εγκυκλοπαίδεια, εντάξει;» Η Λουίζα ακουγόταν απαυδισμένη. Έκλεισαν το τηλέφωνο με τη συμφωνία να βρεθούν το απόγευμα μετά τα αγγλικά του Μάρκου και τα αγγλικά-γερμανικά της Λουίζας, δηλαδή κατά τις εφτά.

Ίσα που προλάβαινε να ρίξει μια ματιά στα μαθήματα της επομένης, αν ήθελε να έχει όλη την υπόλοιπη ημέρα ελεύθερη για να κάνει ό,τι ήθελε να κάνει τέλος πάντων.

Πήδησε πάνω στο κρεβάτι χτυπώντας αλύπητα τις χορδές μιας φανταστικής ηλεκτρικής κιθάρας και κοιτάζοντας τα στοιβαγμένα πάνω στο γραφείο του βιβλία, φώναξε σα να μιλούσε σε κάποιον που δεν μπορούσε πλέον να αποφύγει:

«Επιτέλους μόνοι, αγαπητό μου δωμάτιο!»

Και σαφώς δεν περίμενε ποτέ την απάντηση που ήρθε από το πουθενά, εντελώς απρόσμενα:

«Και μπορώ να μάθω γιατί άργησες τόσο να χαιρετίσεις;»

Ο Μάρκος τινάχτηκε από την έκπληξη. Κοίταξε βιαστικά τριγύρω, δεν είδε κανέναν.

«Ορίστε; Μα ποιος...» Κι αμέσως μετά αισθάνθηκε εντελώς ηλίθιος. «Ποιος άλλος βέβαια από τον κανένα! Αφού δεν υπάρχει άλλος από μένα εδώ μέσα... Τι ωραία!.. Τώρα άρχισα να έχω και παρακρούσεις!»

«Δεν είμαι... παράκρουση».

Τώρα ο Μάρκος τα χρειάστηκε για τα καλά. Η πρώτη του αντίδραση ήταν και η πιο συνηθισμένη σε τέτοιες περιπτώσεις: έσκυψε και κοίταξε κάτω από το κρεβάτι. Κανένας.

«Πού;» Ρώτησε αυθόρμητα.

«Εδώ», ήρθε η απάντηση.

«Δεν είμαστε καλά!» Φώναξε τότε ο Μάρκος, ελαφρά τρομαγμένος είν’ αλήθεια, αφού άρχιζε να πιστεύει στα λόγια της μάνας του, ότι ήταν δηλαδή πράγματι ονειροπιασμένος.

Παρ’ όλ’ αυτά, άνοιξε απότομα τα φύλλα της ντουλάπας μπας και κάνας φίλος του κρυβόταν εκεί μέσα –συνήθως ο Νικόλας ή η Λουίζα έκαναν τέτοια κόλπα, αλλά ο ένας ακουγόταν ακόμα να παίζει μπάλα απ’ έξω και με την άλλη μόλις είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο. Και πάλι κανένας.

«Πού;» Ξαναρώτησε.

«Εδώ ...στραβούλιακα!»

Σχεδόν ταυτόχρονα, ακούστηκε ένα πλοπ.

Αυτό ακριβώς το «πλοπ» ήταν που γέννησε μέσα στο κεφάλι του μια ιδέα εντελώς ασύλληπτης πραγματικότητας!

Ο Μάρκος στράφηκε τρέμοντας. Πίσω του ακριβώς, πάνω στο μεγάλο ράφι της βιβλιοθήκης, βρισκόταν το ενυδρείο του. Το είχε αποκτήσει εδώ κι ένα χρόνο περίπου, ύστερα από στενή πολιορκία της μητέρας του, η οποία είχε αναγκαστεί εν τέλει να υποχωρήσει και να του το αγοράσει, μαζί με έναν υπέροχο μονομάχο που στεκόταν τώρα ακίνητος μέσα στο νερό του λάμνοντας με τα μεγάλα, σαν πέπλο, πτερύγιά του.

Για λίγη ώρα, ο Μάρκος και το ψάρι έμειναν να κοιτάζονται.

«Ποιος μίλησε;» Ρώτησε κατόπιν το αγόρι δειλά, μη παίρνοντας το βλέμμα από τον μονομάχο.

Το ψάρι ανοιγόκλεισε το στόμα του και πέντ’ έξι μπουρμπουλήθρες σκαρφάλωσαν στην επιφάνεια του νερού, σκάζοντας η μία πίσω από την άλλη:

Πλοπ-«Βλέπεις κανέναν»-πλοποπλοπ-«άλλον εδώ μέσα;»-πλοπ-«Έβγαλα τα βράγχιά μου»-πλοπ-πλοπ-«να σου φωνάζω!»-πλοποπλοπ-«Μα στραβός είσαι»-πλοπ-«τέλος πάντων!..»

5 σχόλια: