Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Ο Παράδεισος Των Ορφανών



Τα ορφανά στα παραμύθια


«Θα καθίσω εδώ στη γωνία» είπε το κοριτσάκι «και θ' ανάψω κάνα σπίρτο για να ζεσταθώ λιγάκι... Κι ίσως καταφέρω να δω και τη μανούλα μου στον ουρανό».

Άναψε ένα σπίρτο. Μέσα στη γαλαζόχρυση φλόγα του που τρεμόπαιζε στον τσουχτερό αγέρα, αντίκρισε ξαφνιασμένη ένα άλλο πρόσωπο -ίδιο με το δικό της, μόνο λίγο μεγαλύτερη στα χρόνια. Το κοριτσάκι παρατήρησε ότι η άλλη καθόταν κάτω στις πλάκες κάποιου πατώματος και τις έτριβε με μια σκληρή βούρτσα, ενόσω στο τζάκι δίπλα της αργοπέθαινε η φωτιά. Έδειχνε κι εκείνη το ίδιο έκπληκτη με την ίδια καθώς -ήταν ξεκάθαρο- τής γύριζε το βλέμμα πίσω.

«Με... με βλέπεις, στ' αλήθεια;» Τη ρώτησε το κοριτσάκι με τα σπίρτα.

Το άλλο κορίτσι άπλωσε δειλά το χέρι κοντά στη λιγοστή φωτιά του τζακιού «περίεργο» είπε «μα ναι, σε βλέπω, σε βλέπω μέσα στις φλόγες... Τι κάνεις εκεί, σπίρτα κρατάς;»

«Δεν πούλησα κανένα σήμερα» αποκρίθηκε το κοριτσάκι «αλήθεια, πώς σε λένε;»

«Δεν θυμάμαι πια το όνομά μου... Όλοι με φωνάζουν Σταχτοπούτα».

«Τι θες να πεις, 'δεν θυμάσαι'; Έτσι σε φωνάζουν ο πατέρας κι η μητέρα σου;»

Η Σταχτοπούτα έκανε μια γκριμάτσα «είμαι ορφανή» απάντησε «δεν έχω γονείς. Εσύ;»

Το κοριτσάκι άνοιξε το στόμα της ν' αποκριθεί, μα η τελευταία φλόγα του σπίρτου που κρατούσε της έκαψε τα δάχτυλα κι ύστερα έσβησε. «Αχ, γρήγορα!» Τα ξυλιασμένα της χέρια παιδεύτηκαν για λίγο μέχρι να τραβήξει άλλο σπίρτο από το κουτί και να τ' ανάψει. Φοβόταν μήπως η Σταχτοπούτα ήταν της φαντασίας της, ακόμα χειρότερα, φοβόταν μήπως και δεν την ξαναδεί με το καινούριο σπίρτο. Γύρισε την πλάτη προς τον τοίχο να προστατεύσει τη φωτιά του από τον αγέρα κι έσκυψε κοντά να δει. Και, ναι, να την, αλλά... μάλλον όχι, δεν πρέπει να ήταν η Σταχτοπούτα αυτή τη φορά. Τώρα έβλεπε άλλο κορίτσι στη θέση της. Το πρόσωπό του ήταν ολόλευκο και τα μαύρα του μαλλιά έπεφταν μαλακά στους ώμους του. Στεκόταν κι αυτή κοντά στη φωτιά και φαινόταν να μαγειρεύει. Κρατούσε μια κουτάλα κι ανακάτευε το περιεχόμενο ενός μεγάλου τσουκαλιού. Μόλις αντίκρισε το κοριτσάκι, πέταξε την κουτάλα με μια κραυγή τρομαγμένη και πισωπάτησε αυθόρμητα.

«Ποια είσαι;» φώναξε. «Πώς με βρήκες;»

«Το σπίρτο» αποκρίθηκε το κοριτσάκι. «Το σπίρτο φταίει, κι η φωτιά στο σπίτι σου. Η φωτιά είναι που μας ενώνει! Μη φοβάσαι».

Το άλλο κορίτσι μετά από ένα μικρό δισταγμό πλησίασε και κοίταξε εξεταστικά μες στη φωτιά.

«Γιατί βρίσκεσαι στο δρόμο; Γιατί δεν είσαι σπίτι σου; Φαίνεται καθαρά πως κρυώνεις!»

«Δεν έχω σπίτι. Δεν έχω μάνα. Είμαι ορφανή» είπε το κοριτσάκι με τα σπίρτα.

«Κι εσύ; Κι εγώ ορφανή είμαι». Πλησίασε περισσότερο στη φλόγα και συνέχισε: «Για την ακρίβεια, είμαι ορφανή από μάνα. Έχω όμως μητριά, μια μάγισσα που έχει βαλθεί να με ξεπαστρέψει. Γι' αυτό το 'σκασα από το σπίτι μου! Ζω εδώ, μέσα στο δάσος, παρέα με εφτά κυνηγούς... Με λένε Χιονάτη, εσένα;»

Όμως για άλλη μια φορά το σπίρτο έσβησε προτού προλάβει το κοριτσάκι ν' απαντήσει. Βιαστικά, άνοιξε το κουτί κι άναψε νέο σπίρτο. Στη φλόγα που άναψε, το κοριτσάκι δεν αντίκρισε ούτε τη Σταχτοπούτα μα ούτε και τη Χιονάτη. Τώρα έβλεπε ένα αγόρι. Για την ακρίβεια, έβλεπε τις ξυπόλυτες πατούσες του που τις είχε απλώσει κοντά στη φωτιά. Το αγόρι έπαιζε φάλτσα μια φυσαρμόνικα κι ένας μαύρος άντρας δίπλα του χτυπούσε τις χοντρές σόλες των παπουτσιών του πάνω σε ένα ξύλο σιγοντάροντας έτσι τον σκοπό.

Ξάφνου το αγόρι πρόσεξε το κοριτσάκι και, σταματώντας απότομα, έμπηξε τις φωνές.

«Μαστρο-Χωκ, με κοψοχόλιασες, π' ανάθεμά σε!» Διαμαρτυρήθηκε ο άντρας δίπλα του. «Τι έπαθες και γκαρίζεις έτσι;»

«Μάλλον εγώ φταίω» είπε το κοριτσάκι «αν και πάλι δεν φταίω κι ολότελα! Είν' η φωτιά που μας ενώνει, να, κοίτα, το αναμμένο σπίρτο μου κι η δική σας φωτιά... Πού βρισκόσαστε;»

«Σιγά και μη σου πω» φώναξε θυμωμένο το αγόρι. «Άλλη όρεξη δεν είχα, να με μαρτυρήσεις και να 'ρθούνε να με πιάσουνε! Εγώ πίσω δεν ξαναγυρίζω, προτιμάω τη ρέμπελη ζωή κοντά στον Μισσισιπή!»

«Στάσου να μαντέψω» χαμογέλασε το κοριτσάκι με τα σπίρτα «ορφανός θα 'σαι κι εσύ!»

Ο Χωκ συνοφρυώθηκε. «Κι εσύ πού το ξέρεις; Ναι, δεν έχω μάνα... Πατέρα έχω, αλλά κι αυτός...»

Πάλι το σπίρτο τής έκαψε τα δάχτυλα καθώς έφτασε στον τελειωμό του. Το κοριτσάκι άναψε κι άλλο. Αυτή τη φορά η φλόγα του ενώθηκε με τη φλόγα ενός κεριού. Ένα άλλο αγόρι καθόταν κάτω από το φως του και διάβαζε συλλαβιστά με τα δάχτυλα χωμένα ανάμεσα στα μαλλιά του.

«Ψψψ.... ψψτ! Εδώ!» Τον κάλεσε το κοριτσάκι και το αγόρι σήκωσε το βλέμμα και την αντίκρισε με γουρλωμένα τα μάτια από την έκπληξη.

«Πώς... πώς χώρεσες μέσα σε μια τόση δα φλογίτσα;..» Τραύλισε σαστισμένο. Άπλωσε το χέρι να αγγίξει το κερί του. «Είσαι αληθινή;»

«Όσο αληθινή είναι κι η ορφάνια μου» αποκρίθηκε το κοριτσάκι χαμογελώντας. «Πώς σε λένε; Πού βρίσκεσαι;»

«Με φωνάζουνε 'Μικρούλη' κι είμαι κι εγώ ορφανός» είπε το αγόρι. «Έχω αλλάξει ένα κάρο σπίτια... Τώρα μ' έχει υιοθετήσει μια μεγάλη ηθοποιός, με λατρεύει, όλο στο στήθος της με σφίγγει και... Αλλά, να, πρέπει να διαβάσω! Απόψε θα βγω μαζί της στο θέατρο, έχω μια φράση μόνο να πω, 'τι επιθυμεί η κυρία;' Αυτό έχω να πω, αλλά μπερδεύεται η γλώσσα μου ολοένα!»

Στο θέατρο;.. Το κοριτσάκι προσπάθησε να φανταστεί τον Μικρούλη να βγαίνει στη σκηνή, αλλά το μόνο που κατάφερνε να 'δει' ήταν το σπίρτο που έσβησε στα δάχτυλα του.

Όλο το υπόλοιπο βράδυ, άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο. Είδε με ευχάριστη έκπληξη πως δεν ήταν το μόνο ορφανό στον κόσμο: η φωτιά των σπίρτων της σύστησε και τον Όλιβερ Τουίστ, τον Δαβίδ Κόππερφιλντ, την Τιτίκα, τα τρία αδέλφια Βάιολετ, Κλάους και Σάνι Μποντλέρ...

Καθώς φαινόταν, οι ιστορίες τους είχαν καταγραφεί επειδή οι ιστορίες έρημων παιδιών έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τις ιστορίες των υπόλοιπων παιδιών. Έχουν πάντα δίπλα τους έναν αρχετυπικό κακό: μια κακιά μητριά, έναν κακό Σάικς, ένα κακό θείο... Για να τονίζεται περισσότερο η ορφάνια κι η ταλαιπωρία τους. Ίσως γράφονταν για να αποδεικνύουν στα υπόλοιπα παιδιά πόσο τυχερά ήταν να έχουν τους γονείς τους. Ίσως γράφονταν για να κάνουν τους σκληρόκαρδους με τη γεμάτη κοιλιά να σκεφτούν κι όλα εκείνα τα παιδιά που κοιμούνταν στις γωνίες των δρόμων, εργάζονταν μέσα σε ορυχεία, έκλεβαν για να ζήσουν, έφευγαν για να γλιτώσουν... Να τους κάνουν να τα σκεφτούν και να τα πονέσουν λίγο.

Το κοριτσάκι ήξερε ότι αυτοί οι άνθρωποι μόνο διαβάζοντας συγκινούνταν. Κι όταν έγειρε το κορμάκι της δίπλα στο σωρό των καμμένων της σπίρτων πηγαίνοντας στον Παράδεισο των Ορφανών, έλπισε κάποιος να γράψει και τη δική του ιστορία.

Κι ας μην είχε προφτάσει να πει ποιο ήταν το όνομά του.